- ξυλουργικά
- ξυλουργικόςofneut nom/voc/acc plξυλουργικά̱ , ξυλουργικόςoffem nom/voc/acc dualξυλουργικά̱ , ξυλουργικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυλουργικός — ή, ό (Α ξυλουργικός, ή, όν) [ξυλουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξυλουργό ή στην ξυλουργία («ξυλουργικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η ξυλουργική η τέχνη και το επιτήδευμα τής κοπής, κατεργασίας και συναρμογής τών ξύλων, η ξυλουργία … Dictionary of Greek
Γιούζνο-Σαχαλίνσκ — (Juzno Sahalinsk). Πόλη (179.500 κάτ. το 2002) της άπω ανατολικής Ρωσίας, στο νησί της Σαχαλίνης που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό. H Γ. Σ. διαθέτει ξυλουργικά εργοστάσια και βιομηχανίες άνθρακα και επεξεργασίας αλιευτικών προϊόντων. Η πόλη, που … Dictionary of Greek